- μπαρκάρω
- (λ. ιταλ.), μπαρκάρισα και μπάρκαρα1. ταξιδεύω με πλοίο, επιβιβάζομαι σε πλοίο για να εργαστώ, ναυτολογούμαι: Μπάρκαρε για την Αυστραλία.2. μτβ., επιβιβάζω κάτι σε πλοίο, στέλνω κάτι με το πλοίο: Μπαρκάρισα τα καπνά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.